- ξαστοχώ
- ξαστόχησα, λησμονώ, ξεχνώ, αστοχώ: Τρέμει η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της (Σολωμός).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξαστοχώ — ξαστοχώ, ξαστόχησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. ξαστοχάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξαστοχώ — και ξαστοχαίνω (Μ ξαστοχῶ) 1. πέφτω έξω, κάνω λάθος, σφάλλω 2. ξεχνώ, λησμονώ («τρέμ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτόν της», Σολωμ.) μσν. χάνω κάποιον από το οπτικό μου πεδίο, από τα μάτια μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + αστοχώ] … Dictionary of Greek
ατυχώ — (AM ἀτυχῶ, έω) [ατυχής] 1. δεν έχω καλή τύχη, είμαι άτυχος 2. δυστυχώ 3. η μτχ. παθ. αορ. στο αποτυγχάνω αρχ. 1. δεν κατορθώνω να αποκτήσω κάτι, αποτυγχάνω σε κάτι, ξαστοχώ 2. δεν κατορθώνω να πάρω τη συγκατάθεση ή την έγκριση κάποιου 3. (η μτχ.… … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξαστοχαίνω — βλ. ξαστοχώ … Dictionary of Greek
ξαστοχιά — η [ξαστοχώ] 1. ξαστόχημα 2. αστόχημα, λησμοσύνη … Dictionary of Greek
ξαστόχημα — το [ξαστοχώ] 1. το να πέσει κάποιος έξω από τους στόχους του, αστόχημα 2. παράλειψη που οφείλεται σε λησμοσύνη … Dictionary of Greek
ξαστοχάω — / ξαστοχώ (παρατατ. συνήθως ούσα), ξαστόχησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής